κατερείπωση

κατερείπωση
η (Α κατερείπωσις) [κατερειπώ]
1. πλήρης ερείπωση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα
2. μτφ. καταστροφή, ρήμαγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ερήμωση — η (AM ἐρήμωσις) [ερημώνω] 1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση 2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου νεοελλ. (για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση …   Dictionary of Greek

  • καταχάλασμα — το, ατος κατερείπωση, καταγκρέμισμα, ερείπια καταστραμμένου έργου: Η αρχαιολογική υπηρεσία πρέπει να προστατεύει ορισμένα καταχαλάσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”